Γράφει: Μαρίνα Σχίζα
Διέσχισα την πάροδο που ενώνει την οδό Λήδρας με την Ονασαγόρου και περπάτησα μέχρι τον αριθμό 18. Η πόρτα της εισόδου ήταν ανοικτή. Ανέβηκα τα σκαλιά μέχρι τον πρώτο όροφο. Ένας μικρόσωμος, λεπτοκαμωμένος ασπρομάλλης, ετών 88, με περίμενε χαμογελαστός στη μισάνοικτη πόρτα. Άπλωσε το χέρι του να με υποδεχτεί και με οδήγησε στο εργαστήρι του. Συστήθηκα και μεμιάς άνοιξε τη ψυχή του και άρχισε να μου μιλά για τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής του.
Ήταν άνοιξη του 1988 όταν τον πρωτοσυνάντησα. Ο πρώτος εικαστικός καλλιτέχνης που επισκέφτηκα, αρχίζοντας την πορεία μου στο πολιτιστικό ρεπορτάζ και τη μελέτη μου στη σύγχρονη κυπριακή τέχνη. Οι επισκέψεις μου στο εργαστήρι του Αδαμάντιου Διαμαντή έγιναν συχνές και συνεχίστηκαν μέχρι το χειμώνα του 1993, λίγο πριν την αναδρομική έκθεσή του στην Κρατική Πινακοθήκη το Φεβρουάριο του 1994. Τον Απρίλιο του 1994 πέθανε πλήρης ημερών, αφήνοντας κληρονομιά ένα σημαντικότατο έργο.
Κάθε φορά που τον συναντούσα στο εργαστήρι του στην οδό Ονασαγόρου 18, κάτι νέο είχε να μου διηγηθεί. Κάθε φορά με οδηγούσε στη βεράντα του εργαστηρίου, από όπου μπορούσε να ατενίσει τα βουνά της κατεχόμενης Κύπρου και να ανασύρει μνήμες, συγκινήσεις, ανθρώπους που γνώρισε.
Ποτέ, στις πολλές συναντήσεις που είχα την τύχη να έχω μαζί του, δεν παρέλειπε να κάνει αναφορά στην «εικόνα» του, το έργο ζωής του, τον «Κόσμο της Κύπρου». Υλικό μιας μικρής αλλάς ουσιαστικής επαφής με τον Διαμαντή στα τελευταία χρόνια της ζωής του συνοψίζεται σε μια σειρά από συνεντεύξεις, μερικές από τις οποίος δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» ενώ μερικές παραμένουν αδημοσίευτες.
Κάθε φορά μιλούσε για τις αγωνίες του για τον τόπο και τους ανθρώπους του και κυρίως για την «εικόνα» του που ήθελε να τη δει πίσω στην Κύπρο ξανά, καθώς μέσα στις 17 μέτρα καμβά περιέκλυσε ολόκληρο τον τόπο του σε καιρούς ειρηνικούς. Ανάμεσα στο πολύτιμο υλικό που κράτησα από τις συναντήσεις αυτές είναι και μια σειρά από φωτογραφίες, από τις οποίες μερικές δημοσιεύουμε σήμερα, τις οποίες έβγαλε ο Δημήτρης Βαττής, στην τελευταία συνάντηση που είχα μαζί του το χειμώνα του 1993.
Ο Κόσμος της Κύπρου
Ολόκληρο το εικαστικό έργο του, ο Διαμαντής το θεωρούσε άμεσα συνδεδεμένο με το μνημειακό του έργο «Ο Κόσμος της Κύπρου». Γεννημένος στη Λευκωσία το 1900 στο εμπορικό κέντρο της παλιάς μεσαιωνικής πόλης της Λευκωσίας, πήρε τα πρώτα ερεθίσματα για δημιουργία στο ξυλουργικό εργαστήρι του πατέρα, για να αποφασίσει να ακολουθήσει το δρόμο της Τέχνης και να σπουδάσει στο Royal College of Arts στο Λονδίνο. Επιστρέφει στην Κύπρο το 1923 και διορίζεται καθηγητής Τέχνης, ενώ παράλληλα εργάζεται για τη δημιουργία του Κυπριακού Μουσείου Λαϊκής Τέχνης, που το θεωρεί απαραίτητο για να στεγάσει τους αφανείς λαϊκούς τεχνίτες και να βοηθήσει στη διάσωση της κυπριακής λαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς. Του αρέσει να ταξιδεύει στα χωριά του νησιού όπου τον μαγεύει η φύση αλλά και ο μοναδικός κόσμος της Κύπρου, που είναι και η βασική πηγή έμπνευσής του.
H ιδέα της δημιουργίας της «εικόνας» δημιουργήθηκε το 1957 όταν έκανε την πρώτη του έκθεση μέσα στην περιόδο του αγώνα. «Mαζεύτηκε κόσμος από όλες τις φυλές και η έκθεση έκανε αίσθηση», γράφει χαρακτηριστικά στο κείμενο του «Ο Κόσμος της Κύπρου -αφήγηση- Πώς, γιατί και κάτω από ποιες συνθήκες εζωγραφήθη μια μεγάλη εικονα από το 1967 μέχρι το 1972». Tότε σκέφτηκα, γράφει, αντί να έχω 116 εικόνες και άλλα σχέδια στη μεγάλη χορευτική αίθουσα του Λήδρα Πάλας, να έχω μια εικόνα που να καλύπτει τους τοίχους γύρω. Tότε ήταν που άρχισε πιο συστηματικά να περιδιαβάζει την Kύπρο και να σχεδιάζει τον κόσμο και τα τοπία της.
Έτσι άρχισε το 1969 να δημιουργείται ο κόσμος της Kύπρου», ο οποίος στα 17.5 X 1.75 μέτρα συγκεντρώνει κάπου 67 πρόσωπα. Από αυτά τα 61 είχαν παρθεί από σχέδια καμωμένα εκ του φυσικού ενώ τα έξι είχαν δημιουργηθεί για να προσαρμοστούν στην ανάγκη της συνθέσεως, εξηγεί ο ίδιος ο καλλιτέχνης στην αφήγησή του. Tο τοπίο είναι συναρμολογημένο από 25 περίπου σχέδια τοπίων. Στην εικόνα, όπως εξηγεί ο ίδιος, συγκεντρώθηκαν σχέδια, πρόσωπα και τοπία που σχεδιάστηκαν απο το 1931 μέχρι το 1959 και προέρχονται από κάπου 30 τόπους και χωριά της Kύπρου.
Την «εικόνα» την αφιέρωσε στο Γιώργο Σεφέρη, δανειζόμενος τη φράση «ο κόσμος της Kύπρου» από κάποιο ποίημα του Σεφέρη. Ο καημός του ήταν γιατί ο Σεφέρης δεν πρόλαβε να δει την «εικόνα» τελειωμένη. O Διαμαντής ανάπτυξε μια έντονη φιλία με τον ποιητή από το 1953, όταν ήρθε για πρώτη φορά στην Kύπρο. Στα επόμενα ταξίδια του ο καλλιτέχνης συντρόφευε τον ποιητή στις περιπλανήσεις του και μαζί έψαχναν όλες εκείνες τις λεπτομέρειες του νησιού. O Γιώργος Σεφέρης αργότερα αφιέρωσε το ποίημα του «Λεπτομέρειες στην Kύπρο» στο Διαμαντή, και οι δύο καλλιτέχνες συνέχισαν να αλληλογραφούν αναπτύσσοντας μια βαθιά φιλία μεταξύ τους. Σχέδια από όλες εκείνες τις περιδιαβάσεις του με το Σεφέρη χρησιμοποίησε αργότερα για το μνημειακό έργο.
Φυγαδεύει το έργο για να το προστατεύσει
Λόγω του έντονου κλίματος που επικρατούσε στην Κύπρο την περίοδο ’72 και αργότερα το ’74 με την τουρκική εισβολή, ο Αδαμάντιος Διαμαντής αποφάσισε το 1975 να «φυγαδέψει» το δημιούργημά του στην Ελλάδα για να το προστατέψει.
Τους προβληματισμούς του τους εκφράζει στην αφήγηση στις 15 Νοεμβρίου 1974: «Το βέβαιο είναι ότι τώρα, το 1974, δεν πρόκειται να επανέλθω πάνω στην εικόνα αυτή. Πολλές φορές επήρα το μάθημά μου από τη ζωγραφική μου· είναι σημαντικό να ξέρεις πού και πότε θα σταματήσεις. Aλλά και εδώ δεν σταμάτησα ύστερα από τον απολογισμό αυτό, σταμάτησα γιατί πραγματικά δεν ξέρω τι να κάμω. Kαι ακόμα ξέρω τι δεν πρέπει να κάμω και βρήκα την παρήγορη αυτή κατάσταση να σταματήσω. Έως εδώ. Tι έκανα; Ούτε αυτό το ξέρω. Έπρεπε όλο αυτό το υλικό να βγει στην επιφάνεια. Ένα απόθεμα από αυτό τον τόπο που γνώρισα όπως τον γνώρισα. Mε τις ευκαιρίες που είχα. Γεννημένος μέσα στην πόλη, στο παλιό σπίτι μου ήταν στον ίδιο αυτό χώρο, ποθούσα την εξοχή, τα χωριά και τον κόσμο τους· τον γνώρισα; δεν ξέρω. Προσπάθησα να τον σχεδιάσω και να τον ζωγραφίσω είτε σαν επισκέπτης είτε σαν λάτρης. Mε πίστη στην αξία του, με ενθουσιασμό και με αγάπη· τα σπίτια του, οι φορεσιές του, η κουβέντα του, τις αρετές και τις κακίες του, τη χάρη και τη βαρβαρότητα. Ήταν ο καλύτερος κόσμος που γνώρισα: Άνθρωποι γεροί, σίγουροι, κουβαλούσαν μαζί τους μια κληρονομιά. Συνήθειες, νόμος ζωής, δικαστές και υπόδικοι. Oι πράξεις τους κυβερνημένες σαν μια φιλοσοφική πολιτεία. Πως προήλθαν όλα αυτά που τα νοιώθω και τα πιστεύω, ο κόσμος μας, «O κόσμος της Kύπρου», ο κόσμος των χωριών της Kύπρου όπως ήταν και που πάει να χαθεί, να νοθεύεται και ν’ αλλάζει, βαρύς, αδρός και σίγουρος, στο καλό και στο κακό. Aιώνες στενόχωρης ζήσης κάτω από το θέλημα των άλλων. Πώς θα ζήσει με λίγα; Aυτός ήταν ο νόμος του δυνατού. Nα ζήσει με λίγα ναι, αλλά με το δικό του τον ολοκληρωμένο τρόπο. Aιώνες τώρα κρύβοντας κάθε πίκρα, είδε πως η ζωή δίνεται με πολλά και με λίγα…
Aυτός «ο κόσμος της Kύπρου» πάει να σβήσει. Nέες αχώνευτες ιδέες και ήθη. Tι θα βγει από αυτό το καινούργιο μπέρδεμα, δεν ξέρω. Aυτό όμως που γνώρισα τα τελευταία πενήντα χρόνια και που πάει να σβήσει, είναι «O κόσμος της Kύπρου», τοπίο στερεό στοιχείο του τόπου μας. Aρνούμαι να βοηθήσω την αλλαγή. Εξάλλου δεν μου μένει πλέον καιρός....»
Εξέθεσε την «εικόνα» του στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης στη Λευκωσία το 1975. Ο Ανδρέας Χριστοφίδης θα το χαρακτηρίσει ως την «ανασύνθεση και εποπτεία της εθνικής ταυτότητας». Στη συνέχεια το έργο ταξίδεψε στην Ελλάδα και όταν βρέθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας, σε μία έκθεση ζωγραφικής το 1976, από όπου το αγόρασε το ζεύγος Τέλλογλου όπου το τοποθέτησε στο Τελλόγλειο Ίδρυμα στη Θεσσαλονίκη. Ο Αδαμάντιος Διαμαντής ήταν πολύ προβληματισμένος να θέσει προς πώληση το έργο, αλλά για να το προστατέψει από τα κακώς έχοντα της Κύπρου εκείνο το διάστημα, αναγκάστηκε να το πουλήσει και να του εξασφαλίσει στέγη προστασίας. Όταν έγινε η αγορά του έργου, ο Αδαμάντιος Διαμαντής έκανε προφορική συμφωνία, μαζί με την κ. Τέλλογλου, η οποία έλεγε ότι όταν θα υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες στην Κύπρο, τότε το έργο θα επέστρεφε στην πατρίδα του.
Ο Διαμαντής πέθανε τον Απρίλιο του 1994, ενώ τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου έγινε αναδρομική έκθεσή του στην Κρατική Πινακοθήκη, χωρίς βέβαια την παρουσία της «εικόνας» όπως το ήθελε ο δημιουργός καθώς βρισκόταν στο Τελλόγλειο. Είναι ενδεικτικό να αναφερθεί ότι ενώ γίνονταν ενέργειες για αναδρομική έκθεση, ο ίδιος την ανέβαλλε, όπως αποκάλυψε πολλές φορές στις συνομιλίες μας, καθώς δεν θα ήθελε να απουσιάζει το έργο ζωής του από μια τέτοια έκθεση.
Αργότερα, μετά το θάνατο του Διαμαντή, ενέργειες για επαναπατρισμό του μνημειακού αριστουργήματος του Διαμαντή έγιναν πολλές φορές και από τη Βουλή και το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, χωρίς ωστόσο να έχουν θετικό αποτέλεσμα.
Με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άρχισαν και πάλι οι ενέργειες για επαναπατρισμό του έργου, χωρίς και πάλιν αποτέλεσμα. Το Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη κατάφερε τελικά να επαναπατρίσει το έργο φέτος, στο πλαίσιο συμφωνίας των δύο μερών για ανταλλαγές εκθέσεων, έργων τέχνης και εκπαιδευτικών και ερευνητικών προγραμμάτων.
Ήταν άνοιξη του 1988 όταν τον πρωτοσυνάντησα. Ο πρώτος εικαστικός καλλιτέχνης που επισκέφτηκα, αρχίζοντας την πορεία μου στο πολιτιστικό ρεπορτάζ και τη μελέτη μου στη σύγχρονη κυπριακή τέχνη. Οι επισκέψεις μου στο εργαστήρι του Αδαμάντιου Διαμαντή έγιναν συχνές και συνεχίστηκαν μέχρι το χειμώνα του 1993, λίγο πριν την αναδρομική έκθεσή του στην Κρατική Πινακοθήκη το Φεβρουάριο του 1994. Τον Απρίλιο του 1994 πέθανε πλήρης ημερών, αφήνοντας κληρονομιά ένα σημαντικότατο έργο.
Κάθε φορά που τον συναντούσα στο εργαστήρι του στην οδό Ονασαγόρου 18, κάτι νέο είχε να μου διηγηθεί. Κάθε φορά με οδηγούσε στη βεράντα του εργαστηρίου, από όπου μπορούσε να ατενίσει τα βουνά της κατεχόμενης Κύπρου και να ανασύρει μνήμες, συγκινήσεις, ανθρώπους που γνώρισε.
Ποτέ, στις πολλές συναντήσεις που είχα την τύχη να έχω μαζί του, δεν παρέλειπε να κάνει αναφορά στην «εικόνα» του, το έργο ζωής του, τον «Κόσμο της Κύπρου». Υλικό μιας μικρής αλλάς ουσιαστικής επαφής με τον Διαμαντή στα τελευταία χρόνια της ζωής του συνοψίζεται σε μια σειρά από συνεντεύξεις, μερικές από τις οποίος δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» ενώ μερικές παραμένουν αδημοσίευτες.
Κάθε φορά μιλούσε για τις αγωνίες του για τον τόπο και τους ανθρώπους του και κυρίως για την «εικόνα» του που ήθελε να τη δει πίσω στην Κύπρο ξανά, καθώς μέσα στις 17 μέτρα καμβά περιέκλυσε ολόκληρο τον τόπο του σε καιρούς ειρηνικούς. Ανάμεσα στο πολύτιμο υλικό που κράτησα από τις συναντήσεις αυτές είναι και μια σειρά από φωτογραφίες, από τις οποίες μερικές δημοσιεύουμε σήμερα, τις οποίες έβγαλε ο Δημήτρης Βαττής, στην τελευταία συνάντηση που είχα μαζί του το χειμώνα του 1993.
Ο Κόσμος της Κύπρου
Ολόκληρο το εικαστικό έργο του, ο Διαμαντής το θεωρούσε άμεσα συνδεδεμένο με το μνημειακό του έργο «Ο Κόσμος της Κύπρου». Γεννημένος στη Λευκωσία το 1900 στο εμπορικό κέντρο της παλιάς μεσαιωνικής πόλης της Λευκωσίας, πήρε τα πρώτα ερεθίσματα για δημιουργία στο ξυλουργικό εργαστήρι του πατέρα, για να αποφασίσει να ακολουθήσει το δρόμο της Τέχνης και να σπουδάσει στο Royal College of Arts στο Λονδίνο. Επιστρέφει στην Κύπρο το 1923 και διορίζεται καθηγητής Τέχνης, ενώ παράλληλα εργάζεται για τη δημιουργία του Κυπριακού Μουσείου Λαϊκής Τέχνης, που το θεωρεί απαραίτητο για να στεγάσει τους αφανείς λαϊκούς τεχνίτες και να βοηθήσει στη διάσωση της κυπριακής λαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς. Του αρέσει να ταξιδεύει στα χωριά του νησιού όπου τον μαγεύει η φύση αλλά και ο μοναδικός κόσμος της Κύπρου, που είναι και η βασική πηγή έμπνευσής του.
H ιδέα της δημιουργίας της «εικόνας» δημιουργήθηκε το 1957 όταν έκανε την πρώτη του έκθεση μέσα στην περιόδο του αγώνα. «Mαζεύτηκε κόσμος από όλες τις φυλές και η έκθεση έκανε αίσθηση», γράφει χαρακτηριστικά στο κείμενο του «Ο Κόσμος της Κύπρου -αφήγηση- Πώς, γιατί και κάτω από ποιες συνθήκες εζωγραφήθη μια μεγάλη εικονα από το 1967 μέχρι το 1972». Tότε σκέφτηκα, γράφει, αντί να έχω 116 εικόνες και άλλα σχέδια στη μεγάλη χορευτική αίθουσα του Λήδρα Πάλας, να έχω μια εικόνα που να καλύπτει τους τοίχους γύρω. Tότε ήταν που άρχισε πιο συστηματικά να περιδιαβάζει την Kύπρο και να σχεδιάζει τον κόσμο και τα τοπία της.
Έτσι άρχισε το 1969 να δημιουργείται ο κόσμος της Kύπρου», ο οποίος στα 17.5 X 1.75 μέτρα συγκεντρώνει κάπου 67 πρόσωπα. Από αυτά τα 61 είχαν παρθεί από σχέδια καμωμένα εκ του φυσικού ενώ τα έξι είχαν δημιουργηθεί για να προσαρμοστούν στην ανάγκη της συνθέσεως, εξηγεί ο ίδιος ο καλλιτέχνης στην αφήγησή του. Tο τοπίο είναι συναρμολογημένο από 25 περίπου σχέδια τοπίων. Στην εικόνα, όπως εξηγεί ο ίδιος, συγκεντρώθηκαν σχέδια, πρόσωπα και τοπία που σχεδιάστηκαν απο το 1931 μέχρι το 1959 και προέρχονται από κάπου 30 τόπους και χωριά της Kύπρου.
Την «εικόνα» την αφιέρωσε στο Γιώργο Σεφέρη, δανειζόμενος τη φράση «ο κόσμος της Kύπρου» από κάποιο ποίημα του Σεφέρη. Ο καημός του ήταν γιατί ο Σεφέρης δεν πρόλαβε να δει την «εικόνα» τελειωμένη. O Διαμαντής ανάπτυξε μια έντονη φιλία με τον ποιητή από το 1953, όταν ήρθε για πρώτη φορά στην Kύπρο. Στα επόμενα ταξίδια του ο καλλιτέχνης συντρόφευε τον ποιητή στις περιπλανήσεις του και μαζί έψαχναν όλες εκείνες τις λεπτομέρειες του νησιού. O Γιώργος Σεφέρης αργότερα αφιέρωσε το ποίημα του «Λεπτομέρειες στην Kύπρο» στο Διαμαντή, και οι δύο καλλιτέχνες συνέχισαν να αλληλογραφούν αναπτύσσοντας μια βαθιά φιλία μεταξύ τους. Σχέδια από όλες εκείνες τις περιδιαβάσεις του με το Σεφέρη χρησιμοποίησε αργότερα για το μνημειακό έργο.
Φυγαδεύει το έργο για να το προστατεύσει
Λόγω του έντονου κλίματος που επικρατούσε στην Κύπρο την περίοδο ’72 και αργότερα το ’74 με την τουρκική εισβολή, ο Αδαμάντιος Διαμαντής αποφάσισε το 1975 να «φυγαδέψει» το δημιούργημά του στην Ελλάδα για να το προστατέψει.
Τους προβληματισμούς του τους εκφράζει στην αφήγηση στις 15 Νοεμβρίου 1974: «Το βέβαιο είναι ότι τώρα, το 1974, δεν πρόκειται να επανέλθω πάνω στην εικόνα αυτή. Πολλές φορές επήρα το μάθημά μου από τη ζωγραφική μου· είναι σημαντικό να ξέρεις πού και πότε θα σταματήσεις. Aλλά και εδώ δεν σταμάτησα ύστερα από τον απολογισμό αυτό, σταμάτησα γιατί πραγματικά δεν ξέρω τι να κάμω. Kαι ακόμα ξέρω τι δεν πρέπει να κάμω και βρήκα την παρήγορη αυτή κατάσταση να σταματήσω. Έως εδώ. Tι έκανα; Ούτε αυτό το ξέρω. Έπρεπε όλο αυτό το υλικό να βγει στην επιφάνεια. Ένα απόθεμα από αυτό τον τόπο που γνώρισα όπως τον γνώρισα. Mε τις ευκαιρίες που είχα. Γεννημένος μέσα στην πόλη, στο παλιό σπίτι μου ήταν στον ίδιο αυτό χώρο, ποθούσα την εξοχή, τα χωριά και τον κόσμο τους· τον γνώρισα; δεν ξέρω. Προσπάθησα να τον σχεδιάσω και να τον ζωγραφίσω είτε σαν επισκέπτης είτε σαν λάτρης. Mε πίστη στην αξία του, με ενθουσιασμό και με αγάπη· τα σπίτια του, οι φορεσιές του, η κουβέντα του, τις αρετές και τις κακίες του, τη χάρη και τη βαρβαρότητα. Ήταν ο καλύτερος κόσμος που γνώρισα: Άνθρωποι γεροί, σίγουροι, κουβαλούσαν μαζί τους μια κληρονομιά. Συνήθειες, νόμος ζωής, δικαστές και υπόδικοι. Oι πράξεις τους κυβερνημένες σαν μια φιλοσοφική πολιτεία. Πως προήλθαν όλα αυτά που τα νοιώθω και τα πιστεύω, ο κόσμος μας, «O κόσμος της Kύπρου», ο κόσμος των χωριών της Kύπρου όπως ήταν και που πάει να χαθεί, να νοθεύεται και ν’ αλλάζει, βαρύς, αδρός και σίγουρος, στο καλό και στο κακό. Aιώνες στενόχωρης ζήσης κάτω από το θέλημα των άλλων. Πώς θα ζήσει με λίγα; Aυτός ήταν ο νόμος του δυνατού. Nα ζήσει με λίγα ναι, αλλά με το δικό του τον ολοκληρωμένο τρόπο. Aιώνες τώρα κρύβοντας κάθε πίκρα, είδε πως η ζωή δίνεται με πολλά και με λίγα…
Aυτός «ο κόσμος της Kύπρου» πάει να σβήσει. Nέες αχώνευτες ιδέες και ήθη. Tι θα βγει από αυτό το καινούργιο μπέρδεμα, δεν ξέρω. Aυτό όμως που γνώρισα τα τελευταία πενήντα χρόνια και που πάει να σβήσει, είναι «O κόσμος της Kύπρου», τοπίο στερεό στοιχείο του τόπου μας. Aρνούμαι να βοηθήσω την αλλαγή. Εξάλλου δεν μου μένει πλέον καιρός....»
Εξέθεσε την «εικόνα» του στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης στη Λευκωσία το 1975. Ο Ανδρέας Χριστοφίδης θα το χαρακτηρίσει ως την «ανασύνθεση και εποπτεία της εθνικής ταυτότητας». Στη συνέχεια το έργο ταξίδεψε στην Ελλάδα και όταν βρέθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας, σε μία έκθεση ζωγραφικής το 1976, από όπου το αγόρασε το ζεύγος Τέλλογλου όπου το τοποθέτησε στο Τελλόγλειο Ίδρυμα στη Θεσσαλονίκη. Ο Αδαμάντιος Διαμαντής ήταν πολύ προβληματισμένος να θέσει προς πώληση το έργο, αλλά για να το προστατέψει από τα κακώς έχοντα της Κύπρου εκείνο το διάστημα, αναγκάστηκε να το πουλήσει και να του εξασφαλίσει στέγη προστασίας. Όταν έγινε η αγορά του έργου, ο Αδαμάντιος Διαμαντής έκανε προφορική συμφωνία, μαζί με την κ. Τέλλογλου, η οποία έλεγε ότι όταν θα υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες στην Κύπρο, τότε το έργο θα επέστρεφε στην πατρίδα του.
Ο Διαμαντής πέθανε τον Απρίλιο του 1994, ενώ τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου έγινε αναδρομική έκθεσή του στην Κρατική Πινακοθήκη, χωρίς βέβαια την παρουσία της «εικόνας» όπως το ήθελε ο δημιουργός καθώς βρισκόταν στο Τελλόγλειο. Είναι ενδεικτικό να αναφερθεί ότι ενώ γίνονταν ενέργειες για αναδρομική έκθεση, ο ίδιος την ανέβαλλε, όπως αποκάλυψε πολλές φορές στις συνομιλίες μας, καθώς δεν θα ήθελε να απουσιάζει το έργο ζωής του από μια τέτοια έκθεση.
Αργότερα, μετά το θάνατο του Διαμαντή, ενέργειες για επαναπατρισμό του μνημειακού αριστουργήματος του Διαμαντή έγιναν πολλές φορές και από τη Βουλή και το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, χωρίς ωστόσο να έχουν θετικό αποτέλεσμα.
Με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άρχισαν και πάλι οι ενέργειες για επαναπατρισμό του έργου, χωρίς και πάλιν αποτέλεσμα. Το Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη κατάφερε τελικά να επαναπατρίσει το έργο φέτος, στο πλαίσιο συμφωνίας των δύο μερών για ανταλλαγές εκθέσεων, έργων τέχνης και εκπαιδευτικών και ερευνητικών προγραμμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου